Ἡ προσέγγίση τῆς ὀρϑόδοξης χριστιανικῆς ἀλήϑειας γιά τόν ἄν ϑρω πο προϋποϑέτει μεγάλο σεβασμό ἀπέναντί του. Ἀντιϑέτως οἱ ϑεωρίες πού προβλήϑηκαν κατά τούς νεώτερους χρόνους γιά τήν προέλευση καί τή φύση τοῦ ἀνϑρώπου, ὅπως καί οἱ πρακτικές πού ἐφαρμόσϑηκαν καί ἐφαρμόζονται ἀπέναντί του ὄχι μόνο κατά τήν περίοδο τῶν δύο παγκοσμίων πολέμων ἀλλά καί ἐφεξῆς μέχρι σήμερα, φανερώνουν φοβερή ὑποτίμηση καί περιφρόνηση τοῦ προσώπου του. Παράλληλα οἱ μεγαλόστομες διακηρύξεις γιά τήν ἀξία καί τά δικαιώματα τοῦ ἀνϑρώπου, ὅπως καί οἱ γιγάντιες προσπάϑειες πού καταβάλλονται γιά τήν αὐτοϑέωσή του, ὄχι μόνο δέν δικαιώνουν τήν ὕπαρξή του, ἀλλά τόν ὁδηγοῦν σέ ἀδιέξοδο καί αὐτοκαταστροφή. Γι᾿ αὐτό ἡ ἀνϑρωπολογία τῆς Ὀρϑόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη καί ἀφυπνιστική στήν ἐποχή μας. Ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, σύγχρονος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί εἰσηγητής τοῦ ἡσυχαστικοῦ κινήματος στήν Βουλγαρία, γρά φει: «᾿Εάν μή γνῶμεν οἵους ἡμᾶς ἐποίησεν ὁ Θεός, οὐκ ἐπιγνωσόμεϑα οἵους ἐ ποί ησεν ἡ ἁμαρτία»1. Ἄν δηλαδή δέν μάϑουμε, πόσο σπουδαίους μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, δέν ϑά καταλάβουμε σέ ποιό κατάντημα μᾶς ὁδήγησε ἡ ἁμαρτία. Καί γιά νά μάϑουμε πόσο σπουδαίους μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, πρέπει νά γνωρίσουμε αὐτά πού ἐκεῖνος ἀποκάλυψε γιά τόν ἄνϑρωπο. Προπαντός ὅμως πρέπει νά γνωρίσουμε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποκαλύπτει τόν τέλειο ἄνϑρωπο.

Ὁ ἄνϑρωπος πού ζεῖ ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὁ σύγχρονος ἐκκοσμικευμένος χριστιανός ἀκόμα, συμβιβάζεται συνήϑως μέ τήν ἐμπειρική κατάστασή του. Τήν ϑεωρεῖ φυσική καί ἀγνοεῖ τήν ἀλλοτρίωσή του. Ἡ ὑποταγή του στόν νόμο τῆς ἁμαρτίας, πού εἶναι νόμος φϑορᾶς καί ϑανάτου, τόν ἀπονεκρώνει πνευματικά, τόν ἐγκλωβίζει στήν ἀτομικότητά του καί καϑιστᾶ ἀδύνατη τή διάνοιξή του στήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη, πού τόν καϑιστᾶ ἀληϑινό πρόσωπο. Βέβαια ἡ ἀγάπη εἶναι ἔμφυτη στόν ἄνϑρωπο. Ἀλλά ἡ ἔμφυτη αὐτή ἀγάπη βρίσκεται ἐγκλωβισμένη στήν φιλαυτία του. Γι’ αὐτό ὁ Θεός ἔδωσε ὡς πρωταρχική ἐντολή στόν ἄνϑρωπο τήν ἀγάπη: ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Χωρίς τήν διάνοιξη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον, πού πραγματοποιεῖται μέ τήν τήρηση τῆς πρωταρχικῆς αὐτῆς ἐντολῆς, ὁ ἄνϑρωπος ἀδυνατεῖ νά καταξιωϑεῖ καί νά τελειωϑεῖ ὡς πρόσωπο. Οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν ἐπιβάλλουν στόν ἄνϑρωπο πράγματα ξέ να πρός τήν φύση του. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά οἱ ϑεῖες ἐντολές δέν εἶναι δυνατό νά τηρηϑοῦν μόνο μέ τίς ἀνϑρώπινες δυνάμεις. Ἡ ἀποσκίρτηση τοῦ ἀνϑρώπου ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς καί ἡ ὑποταγή του στόν νόμο τῆς φϑορᾶς καί τοῦ ϑανάτου τόν ἐξέτρεψαν ἀπό τήν κατά φύση ζωή καί τόν κατέστησαν φίλαυτο καί ἐγωκεντρικό. Γι’ αὐτό ἀδυνατεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές, σύφωνα μέ τίς ὁποῖες ϑά λειτουργοῦσε ἡ αὐϑεντική φύση του, ὅπως αὐτή δημιουργήϑηκε ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπελευϑέρωση τοῦ ἀνϑρώπου ἀπό τόν νόμο τῆς φϑορᾶς καί τοῦ ϑανάτου προϋποϑέτει τήν ἀνακαίνισή του. Ἡ ἀνακαίνιση αὐτή δέν εἶναι ἔργο τοῦ ἀνϑρώπου, ἀλλά πραγματοποιεῖται ἀπό τόν Θεό καί γίνεται προσιτή στόν ἄνϑρωπο μέ τήν μετά νοια καί τήν τήρηση τῶν ϑείων ἐντολῶν. Γι’ αὐτό χρειάζονται τά δύο αὐτά πράγματα. Μέ τήν μετάνοια ἐπιστρέφει ὁ ἄνϑρωπος στήν πηγή τῆς ἀληϑινῆς ζωῆς ἀπό τήν ὁποία ἀποσκίρτησε, καί μέ τήν τήρηση τῶν ϑείων ἐντολῶν ἐπα να  τοποϑετεῖται στήν κατά φύση πορεία τῆς ζωῆς του.

Σέ αὐτήν τήν πορεία ζωῆς καλεῖ ὁ Θεός τόν ἄνϑρωπο μέ τό ἔργο τῆς ϑείας οἰκονομίας, πού κορυφώνεται μέ τήν ἐν Χριστῷ ἐνανϑρώπησή του. Ὁλόκληρο τό ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας, ὅπως καί κάϑε ἐπιμέρους πτυχή του, σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀναφέρεται στόν ἄνϑρωπο. Ἔτσι ὁλόκληρη ἡ Χριστολογία γίνεται καί ἀνϑρωπολογία, γιατί παρουσιάζει τόν αὐϑεντικό ἄνϑρωπο καί διανοίγει τήν προοπτική τῆς τελειώσεώς του. Γίνεται ἡ ἀνϑρωπο λο γία τοῦ αὐ ϑεν τικοῦ ἀν ϑρώ που καί ὁ δείκτης τῆς ἀσύλληπης τελειώσεώς του, πού ταυτίζεται μέ τήν ϑέωσή του2. Τό διπλό ὁμοούσιο τοῦ Χριστοῦ, ὡς Θεοῦ μέ τήν Θεότητα καί ὡς ἀνϑρώπου μέ τήν ἀνϑρωπότητα, προσφέρει τήν βάση καί τήν προοπτική τῆς αὐϑεντικῆς ζωῆς τοῦ ἀνϑρώπου μέσα στόν πνευματικό χῶρο τῆς τελειώσεως καί τῆς ϑεώσεώς του, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία. Αὐτή, ὡς «κοινωνία ϑεώσεως»3, εἶναι ὁ μοναδικός χῶρος γιά τήν ἀληϑινή ζωή τοῦ ἀνϑρώπου. Εἶναι ὁ μοναδικός χῶρος, μέσα στόν ὁποῖο κερδίζει ὁ ἄνϑρωπος τήν τέλεια καί ἀκατάλυτη ὑπόστασή του.

Ἀνακεφαλαιώνοντας ὁ Χριστός στό σῶμα του ὁλόκληρη τήν ἀνϑρώπινη φύση καί καϑιστώντας τούς πιστούς μέλη τοῦ σώματός του, τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαϑιστᾶ τήν ὁμοουσιότητα τῆς ἀνϑρωπότητας, τήν ὁποία καί καλοῦνται νά φανερώσουν οἱ πιστοί ἔμπρακτα στή ζωή τους μέ τήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτό μπορεῖ νά λεχϑεῖ ὅτι, ὅπως ἡ ἄρνηση τῆς ἀποδοχῆς τοῦ ὁμοουσίου τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ δογματική αἵρεση, ἔτσι καί ἡ ἄρνηση τῆς ἀποδοχῆς καί βιώσεως τοῦ ὁμοουσίου τῆς ἀνϑρωπότητας ἀποτελεῖ ἠϑική αἵρεση. Ἡ ἀγάπη πού διαιρεῖ τήν ἀνϑρώπινη φύση καί δέν συμπεριλαμβάνει ὅλους τούς ἀνϑρώπους μαζί μέ τούς ἐχϑρούς δέν εἶναι ὀρϑόδοξη. Ἡ Ὀρϑόδοξη Ἐκκλησία πρεσβεύει τήν καϑολική ἀλήϑεια ὄχι μόνο στόν χῶρο τῆς δογματικῆς ἀλλά καί στόν χῶρο τῆς ἠϑικῆς, διασφαλίζοντας ἔτσι καί τήν καϑολική καταξίωση καί τελείωση τοῦ ἀνϑρώπου ὡς προσώπου. Ὁ Χριστιανισμός καλεῖ τόν ἄνϑρωπο στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Τόν καλεῖ νά γίνει συνοδοιπόρος καί μιμητής τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστιανισμός δέν ἀποτελεῖ κάποια ἠϑική ἤ κοινωνική διδασκαλία. Οὔτε πάλι εἶναι ἁπλῶς κάποια ϑρησκεία, ἀλλά συνδέεται ἄρρηκτα καί συνυφαίνεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ καί κατά Χριστόν ζωή. Ὁ χριστιανός βαπτίζεται, γιά νά ἐνταχϑεῖ στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί συμπορ ευϑεῖ μαζί του· γιά νά γίνει μέτοχος τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί νά ζήσει ὡς μιμητής του. «Ὡς οὖν ἐκεῖνος ἐβίω καί ἀπεβίω, καί ἀνέστη καί ἀνελήφϑη, οὕτω καί ἡμεῖς ζῶμεν καί ἀποϑνήσκομεν καί ἀναστησόμεϑα πάντες· τῆς δέ ἀναλήψεως οὐ πάντες τευξόμεϑα, ἀλλ’ ὅσοις τό ζῇν Χριστός ἐστι, καί τό δι’ αὐτόν ἀποϑανεῖν κέρδος, ὅσοι πρό τοῦ ϑανάτου τήν ἁμαρτίαν διά μετανοίας καί τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας ἐσταύρωσαν».

Ἀξίζει ἰδιαίτερα νά σημειωϑεῖ ὅτι κατά τήν ὀρϑόδοξη διδασκαλία, ὅπως ἀναφέρεται καί στόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἡ συμπόρευση μέ τόν Χριστό δέν φϑάνει μόνο ὡς τόν σταυρό ἤ τήν ἀνάσταση, ἀλλά ἐπε κτεί νεται καί στήν ἀνάληψη, πού ἀνυψώνει τόν ἄνϑρωπο στήν αἰώνια δόξα καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἄλλωστε πραγματοποιεῖται καί ἡ τελείωση τοῦ ἀνϑρώπου ὡς προσώ που «καϑ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Ἐκεῖ πραγματοποιεῖται καί ἡ κοινωνία «πάσης τῆς ϑεοειδοῦς ζωῆς»5. Ἡ εἴσοδος τοῦ ἀν ϑρώπου στήν ὁδό τῆς τελειώσεως καί τῆς ϑεώσεώς του ἀρχίζει μέ τό βάπτισμα καί τήν εἴσοδό του στήν Ἐκκλησία. Ἡ συμβατικοποίηση ὅμως τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, πού συνδέεται καί μέ τήν ἀνεύϑυνη ἀντιμετώπιση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ ἀπό τούς ἀναδόχους, μεταϑέτει τήν ἐνεργοποίηση τῆς εἰσόδου τοῦ ἀνϑρώπου στήν ὁδό τῆς τελειώσεως σέ ὡριμότερη φάση τῆς ζωῆς του ἤ καί στήν πλήρη ἐγκατάλειψή της. Αὐτό ἰσχύει ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας, ὅπου τό κοινωνικό περιβάλλον ἔχει χαλαρή συνήϑως σχέση μέ τήν Ἐκκλησία καί οἱ χριστιανικές ἀρχές δέν ἰσχύουν ὡς κοινωνικά αὐτονόητα. Σήμερα εἶναι ἔντονος ὁ ἀποπροσανατολισμός τοῦ ἀνϑρώπου καί σπάνια ἡ ἀποδοχή καί βίωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Τά ἐνδιαφέροντα τῆς σύγχρονης κοινωνίας εἶναι ὑλιστικά καί εὐδαιμονιστικά. Ὁ Θεός καί οἱ ἐντολές του παραμερίζονται ἤ καί εὐτελίζονται. Ἡ σαρκική ζωή καί τά ἰδιοτελή συμφέροντα ἀπολυτοποιοῦνται. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνϑρώπου διασκορπίζεται στόν ἐξωτερικό κόσμο, προσκολλᾶται στά πράγματα καί παραλύει. Ἔτσι ὁ ἄνϑρωπος παραμένει ἐσωτερικά ἀκυβέρνητος καί περιέρχεται σέ νοση ρή πνευματική κατάστα ση, πού χρειάζεται ριζική ϑεραπεία.

Γιά τή ϑεραπεία αὐτή χρειάζεται νά αὐτοσυγκεντρωϑεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνϑρώπου καί νά ἐπιστρέψει ἐκεῖ, ἀπό ὅπου ἀποσπάστηκε. Νά ἐπιστρέψει στήν καρδιά του6, δηλαδή στό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεώς του. Ὁ Χριστιανισμός δέν περιφρονεῖ τό σῶμα. Δέν τό ἀποστρέφεται, ἀλλά τό σέβεται καί τό τιμᾶ. Δέν ἀκοῦς, ἀδελφέ μου, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, τόν ἀπόστολο πού λέει ὅτι «τά σώματα ἡμῶν ναός τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστι»7, καί ὅτι «οἶκος Θεοῦ ἡμεῖς ἐσμεν»8, καί ὅτι λέει ὁ Θεός «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός»9; Ἡ συνάντηση τοῦ ἀνϑρώπου μέ τόν Θεό ἔχει ὑπαρξιακό χαρακτήρα. Πραγματοποιεῖται μέσα στόν ἄνϑρωπο, στό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του, στήν βαϑιά καρδιά του, πού τήν χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ϑρόνο τῆς χάριτος10. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνϑρωπο αὐτή τήν καρδιά γιά νά τόν γνωρίσει καί νά τόν προσεγγίσει11. Μιά σοβαρή πλάνη, πού καυτηρίασε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στίς ἀντιλήψεις τῶν ἀντιπάλων του, ἀλλά καί πού ἐξακολουϑεῖ νά διαδίδεται σήμερα μέ τίς δοξασίες τῶν ἀνατολικῶν ϑρησκειῶν, εἶναι ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνϑρώπου πρέπει νά βγεῖ ἀπό τό σῶμα καί νά ὑψωϑεῖ πρός κάποιο ὑπερβατικό ἀπόλυτο. Μιά πλάνη, πού παρασύρει καί ὁρισμένους ἀπληροφόρητους Χριστιανούς σέ ἀντιλήψεις καί πρακτικές ἀνατολικῶν ϑρησκειῶν. Πολλοί αἱρετικοί καί ἀλλόϑρησκοι ϑεωροῦν τό σῶμα κακό. Ἡ ὀρϑόδοξη ὅμως Ἐκκλησία ϑεωρεῖ κακή μόνο τήν προσήλωση τοῦ νοῦ στό σωματικό φρόνημα. Αὐτή ἀλλοτριώνει τόν νοῦ καί καϑιστᾶ τόν ἄνϑρωπο πνευματικά παράλυτο. Ἀντίϑετα τό σῶμα εἶναι καλό καί δεκτικό τῆς ἀνακαινιστικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.